Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δεν ήθελα

  • 1 καθόλου

    εηίρρ.
    1) в общем, в целом;

    η καθόλου έννοια — общее понятие;

    η επιχείρηση καθόλου ήταν επιτυχής — операция в целом была удачна;

    2) (в отриц, предлож.) совсем, вовсе, совершенно, нисколько, нимало;

    δεν μού αρέσει καθόλου — это мне совсем не нравится;

    δεν ήθελα καθόλου να σε θίξω — я вовсе не собирался тебя обидеть;

    δεν θύμωσε καθόλου — он нисколько не обиделся;

    3) (в вопр, предлож.) немножко, чуточку, чуть-чуть;

    μ' αγαπάς καθόλου; — ты любишь меня хоть немножко?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καθόλου

  • 2 θέλω

    (αόρ. (η)θέλησα) 1. μετ.
    1) хотеть, желать (чего-л.); δεν το ήθελα я этого не хотел;

    .τί με θέλετε; — зачем я вам нужен?, что вам от меня нужно?;

    θέλει το καλό (κακό) μου — он желает мне добра (зла);

    χωρίς να το θέλω — бессознательно, ненамеренно;

    2) любить;

    αυτός δεν την θέλει — он её не любит; — он не хочет на ней жёнить9я;

    δεν θέλω αντιρρήσεις — я не люблю возражений;

    3) хотеть, требовать;

    αυuτό το πράγμα θέλει προσοχή — это дело требует внимания;

    πόσο θέλει γιά...; — сколько он хочет, сколько он просит за...?;

    θέλει ό, τι πεί να γίνεται — он требует, чтобы то, что он сказал, было сделано;

    4) искать;

    ποιόν θέλετε; — кого вы ищете?;

    5) быть должным;

    μου θέλεις ένα εκατοστάρικο — ты мне должен сто драхм;

    2. αμετ. хотеть, желать;

    τί θέλετε; — что вам угодно?;

    όπως θέλετε — как хотите, как вам угодно;

    όπως θέλω — по-своему;

    αυτό -ει δέκα μέρες ως πού να... нужно (требуется) десять дней, чтобы...;
    3. (с зависимым наклонением) 1) хотеть,, желать; иметь намерение;

    θέλω να σε δω — я хочу тебя видеть;

    θα ήθελα να... мне бы хотелось...;

    θέλω ο γιός μου να γίνει γιατρός — я хочу, чтобы мой сын стал врачом;

    2) любить (что-л, делать);

    θέλει να παινεύεται — он любит хвастаться;

    ] 3) пытаться, пробовать;

    θέλω να φύγω — пытаться удрать;

    ] 4. απρόσ. надо, нужно;

    δεν θέλει βιάσιμο — не надо спешить;

    αυτός θέλει ξεσκέπασμα — его следует разоблачить;

    θέλει ξύλο — его следует поколотить, наказать;

    θέλω υπομονή — нужно терпение;

    5. уст.
    1) (служит для образования будущего времени и условного наклонения):

    θέλει γράφω (γράφεις, γράφει κ. λ. π.) — я буду (ты будешь, он будет и т. д.) писать;

    θέλει γράψω (γράψεις, γράψει κ. λ. π.) — я напишу (ты напишешь, он напишет и т. д.);

    ήθελε γράφουμε мы бы написали;
    ήθελε γράψετε вы бы уже написали; 2) (с неспрягаемой формой или старым инфинитивом служит для выражения будущего времени и условного наклонения):

    θέλ (θέλεις, θέλει κ. λ. π.) γράφει — я буду (ты будешь, он будет и т. д.) писать;

    θέλω (θέλεις, θέλει κ. λ. π.) γράψει — я напишу (ты напишешь, он напишет и т. д.);

    ήθελον γράφει я бы (на)писал;
    ήθελον γράψει я бы уже написал;

    § θέλεις (καί) δε -εις — или θέλοντάς και μη — хочешь не хочешь, волей-неволей;

    θέλω να πω — хотеть сказать; — иметь в виду;

    άς γίνει ό, τι θέλει — будь, что будет;

    θέλεις κάτσε, θέλεις φύγε — или оставайся, или уходи;

    τί θέλεις, τί γυρεύεις — или τί τα θέλεις — так или иначе; — в любом случае, безусловно;

    τί θέλει να πεί αυτό; — что это значит?;

    λίγο ήθελα να... я чуть было не...;

    τα θέλει — а) он сам напрашивается на это; — б) они любит флиртовать;

    τό καλό πού σού θέλ... — мой тебе совет...;

    θέλει σώνει και καλά — он хочет во что бы то ни стало; — он настаивает;

    θέλεις να 'χεις — погов, того же и тебе желаю;

    ποιός στραβός δε θέλει το φως του; — погов, какой слепой не хочет стать зрячим?, кто же этого не хочет?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > θέλω

  • 3 σάματι(ς)

    1) будто, будто бы, как будто бы, словно;

    εθύμωσε πού τού το 'πα, σάματι(ς) εγώ ήθελα να τον πειράξω — он рассердился на мой слова, как будто я хотел его обидеть;

    2) разве;

    πώς να τον βοηθήσουμε, σάματι(ς) έχουμε εμείς περισσότερα; — как мы ему поможем, если нам самим не хватает?;

    3) кажется, возможно;

    σάματι(ς) να σε είδα χτες — кажется, я вчера тебя видел;

    σάματι(ς) δεν μού λες την αλήθεια — ты, кажется, говоришь мне неправду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σάματι(ς)

  • 4 σάματι(ς)

    1) будто, будто бы, как будто бы, словно;

    εθύμωσε πού τού το 'πα, σάματι(ς) εγώ ήθελα να τον πειράξω — он рассердился на мой слова, как будто я хотел его обидеть;

    2) разве;

    πώς να τον βοηθήσουμε, σάματι(ς) έχουμε εμείς περισσότερα; — как мы ему поможем, если нам самим не хватает?;

    3) кажется, возможно;

    σάματι(ς) να σε είδα χτες — кажется, я вчера тебя видел;

    σάματι(ς) δεν μού λες την αλήθεια — ты, кажется, говоришь мне неправду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σάματι(ς)

  • 5 συ(γ)γνώμη

    η извинение, прощение;

    ζητώ συ(γ)γνώμη — прошу прощения;

    συ(γ)γνώμη! извините!, простите!;

    συ(γ)γνώμη, δεν το ήθελα — извините, я это сделал нечаянно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συ(γ)γνώμη

  • 6 συ(γ)γνώμη

    η извинение, прощение;

    ζητώ συ(γ)γνώμη — прошу прощения;

    συ(γ)γνώμη! извините!, простите!;

    συ(γ)γνώμη, δεν το ήθελα — извините, я это сделал нечаянно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συ(γ)γνώμη

См. также в других словарях:

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • ματάκι — το 1. υποκορ. τού μάτι («τί έχει το ματάκι τού μωρού;») 2. φρ. «κάνω ματάκι» ανοιγοκλείνω γρήγορα το βλέφαρο τού ματιού μου για να γνέψω σε κάποιον κάτι ή για να κανονίσω ερωτική συνάντηση 3. παιχνίδι που παίζεται με βώλους από δύο παίκτες πάνω… …   Dictionary of Greek

  • σκουντούφλα — και σκοντούφλα, η, Ν 1. πρόσκρουση σε εμπόδιο κατά το βάδισμα και πέσιμο, σκουντούφλημα («πήρα μια σκουντούφλα που δεν ήθελα άλλη») 2. αυτή που σκουντουφλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκόντουφλον (με προληπτική αφομοίωση του ο σε ου ) < σκότος + τύφλα …   Dictionary of Greek

  • θέλω — ήθελα, θέλησα, θελημένος, η, ο 1. επιθυμώ: Θέλει να σπουδάσει – Θέλοντας μη θέλοντας έκανα αυτό που μου ζήτησες. 2. χρειάζομαι: Ο άρρωστος θέλει γιατρό. – Τα χωράφια θέλουν βροχή. – Το φαγητό θέλει λίγη ώρα ακόμη για να βράσει. 3. μου αξίζει κάτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»